- τροίανδε
- και ιων. τ. τροίηνδε και δωρ. τ. τρῴανδε Α(τοπ. επίρρ.) στην Τροία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. Τροίαν τού Τροία + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. Ἰθάκην-δε)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τροίηνδε — Τροίανδε Troy epic ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τροίανδ' — Τροίᾱνδε , Τροίανδε Troy indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τροίηνδ' — Τροίηνδε , Τροίανδε Troy epic ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)